|
το штраф; τιμωρώ μέ ~ — штрафовать; βάζω ~ — накладывать штраф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штраф? — πρόστιμο как с (ново)греческого переводится слово πρόστιμο? — штраф — χαρτοβασίλειο — ψαρωτικός — ταβλίζω — αποδόμηση — φθισικός — γαλήνεψη — ενωμοτάρχης — υπόγλυκος — φωτοσβεστικός — κυνήγι — έγχυμα — ρεύγομαι — κλινοθερμαντήρας — ματογυάλια — ανίσχυρα — φάτνη — τερματικό — σιγαλιά — βλίτο — φώνημα — τεφροδόχη |
|||