|
ο 1) накидка; пальто; ~ εργασίας — спецодежда; спецовка (разг.) ; 2) мор. бушлат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накидка? — επενδύτης как на (ново)греческом будет слово пальто? — επενδύτης как на (ново)греческом будет слово бушлат? — επενδύτης как с (ново)греческого переводится слово επενδύτης? — накидка, пальто, бушлат — ιησουίτικος — αλάνισσα — χτικιάρικα — όρυξη — γαρνί — ασήμωμα — μεγαλήτερος — δεκατριετής — διαμαντικό — γλυκασιά — επίμικτος — απλησίαστος — ζαριφλίκι — αντικαθρέφτισμα — σίκαλη — μαντάρα — αξιώνω — αναμνηστικό — ντράγκα — συγχαρίκια — δεντρόκηπος |
|||