|
η та(__,__) кто отлынивает от работы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово та, кто отлынивает от работы? — κοπανατζού как с (ново)греческого переводится слово κοπανατζού? — та, кто отлынивает от работы — ζερνεκαδές — πλαταγή — βαρυαυλητής — τηλεσκοπικός — γαλιφάρω — σαρκαστής — γνεφολογάω — σπαθώδης — σαπωνοποιείο — ροντώ — μεσοοράνισμα — κινητό τηλέφωνο — βαλτονερουλιάζω — σταχιάζω — φασματογράφος — γαλακταγωγός — επίξανθος — μικροφάγα — δευτερεύων — απάλιωτος — αστιγματισμός |
|||