|
мор. испытывать боковую качку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испытывать боковую качку? — διατοιχίζομαι как с (ново)греческого переводится слово διατοιχίζομαι? — испытывать боковую качку — αυτοτιτλοφορούμαι — ανυφάντης — μεταχειρισμένος — εγκοχλιώνω — παιδιάρισμα — πειναλέος — πολτώδης — καολίνη — ιεραρχικώς — παραστεκάμενος — κυπρίνι — κομματίδιο — αναγελαστικά — χύλωμα — γκάϊδα — συγχρονίζομαι — αδελφώνομαι — διήθημα — μετρολογία — κοραλλένιος — προϋπόθεται |
|||