|
(-ίδος) η 1) остриё; 2) заноза; μού μπήκε ~ στό δάκτυλο — [phrase]я занозил палец[/phrase]; 3) колючка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остриё? — ακίς как на (ново)греческом будет слово заноза? — ακίς как на (ново)греческом будет слово колючка? — ακίς как с (ново)греческого переводится слово ακίς? — остриё, заноза, колючка — παρασταίνω — μαστίγωση — αντρειοσύνη — βλαστικός — ανεξολόθρευτος — βράδιασμα — σερβίρω — βουβάλα — εντροπή — φλούδάτος — Αρβανίτης — ανθόπλεκτος — παραπονιέμαι — ξεράβω — ζεστά — πέσιμο — διαζωμάτιο — ανάπηρος — ακροθιγής — επιφορτίζω — ραδιοφάρος |
|||