|
юр. пересматривать (дело) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пересматривать? — αναδικάζω как с (ново)греческого переводится слово αναδικάζω? — пересматривать — σαλτέρνω — άραχος — ασκάθαρος — χαλκονόμισμα — σαρακοστή — χερομάχος — φατσάρω — αλλοτριόγαμος — τρυφερός — πτυχίο — απώγων — καταϋποχρεώνω — κτένα — δαφνόκοκκος — χεροκάμωτος — μοτοσυκλετικός — πλίθα — ελαιοπαραγωγή — υποβίβασμός — κωδωνίσκος — υπνοθεραπευτικός |
|||