Новогреческий словарь
αναδικάζω
αναδικάζω
юр.
пересматривать
(дело)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пересматривать
? —
αναδικάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναδικάζω
? — пересматривать
#
(ново)греческий словарь
—
αισθητότητα
—
τραπεζικός
—
αναθρεπτήριον
—
δεσποτικόν
—
αντιμεταθέτω
—
απογύρι
—
αλμυρόπικρος
—
συναντάω
—
ονειριάζομαι
—
παγετών
—
συρίκτρα
—
γλυκολάλητος
—
δράνα
—
προσύμφωνο
—
ζαβά
—
μύρρα
—
χαρτοθέτης
—
τεμαχηδόν
—
αρβανίτικος
—
στιγμιογράφηση
—
διορατικρός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве