|
αόρ. от επιγίνομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επεγενόμην? — — σελέμισμα — σφήκα — μεταλλογνωσία — μελέτη — τσέφλοιο — ξανθός — ενσπόνδυλος — ανοσολογία — διαρροϊκός — βόλτα — αντιπαραλληλίζω — σκάλτσα — μεθορμίζω — εμπορευματοκιβώτιο — ριζικά — αρίφνητα — βελτίωση — προσπέλαση — ραγισμένος — παρανομία — παρελκύω |
|||