|
η медицинская сестра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово медицинская сестра? — νοσοκόμα как с (ново)греческого переводится слово νοσοκόμα? — медицинская сестра — εγκάθειρξη — υπερφορτώνω — δανικός — κτήνος — εξαποστέλλω — κατερειπώνω — ορμώμαι — λαφάκι — ασφαλτοφόρος — μουρλαμάρα — αλλόκοτα — αγουρογίνομαι — Καναδός — υποστήριγμα — κτηματογραφώ — τροφαντός — νεκρανάσταση — ασφάλιστος — απλοχεριά — βήχω — πενηνταράκι |
|||