|
το трюк, ловкая проделка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трюк? — τρίκ как на (ново)греческом будет слово ловкая проделка? — τρίκ как с (ново)греческого переводится слово τρίκ? — трюк, ловкая проделка — δημαρχώ — μαραθόσπορος — γαστρώνομαι — παραξαπλώνω — κανναβάτσα — ολιγοδάπανος — ακορφος — εμπυρεύς — φράττω — επαναδραστηριοποίηση — τρακάρισμα — μαβής — φυτοφαγία — πρότυπο — αγνωστικιστικός — γκοσσίζω — τετράπραχτος — καθοριστικά — ανόμημα — εσοχος — αυτοθαυμάζομαι |
|||