|
сто; τώ ~ πρό Χρίστου — [phrase]в сотом году до нашей эры[/phrase]; (επί) τοίς ~ — в процентах; δώδεκα τοίς ~ — двенадцать процентов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сто? — εκατόν как с (ново)греческого переводится слово εκατόν? — сто — εξάπτω — δικονομικός — δόμος — μελαχρινός — αποθηκοφύλακας — απορριμματοφόρος — τάλε-κουάλε — αραθυμώνω — βασιλάκης — κιβώτιο — απομονώνω — χρυσώνω — κανιβαλίζω — κινούμαι — ακάιον — παράς — τράχωμα — ζητητής — ηλεκτροβόρος — ανέφαγος — μαχμουρλής |
|||