|
το холод, мороз; μαζεύομαι απ' τό ~ — ёжиться от холода; αισθάνομαι ~ — [phrase]мне холодно[/phrase]; ήρθαν (или πλάκωσαν) τά κρύα — [phrase]наступили холода; κάνει ~ — [phrase]холодно[/phrase]; === μένω στά κρύα τού λουτρού — остаться ни при чём #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово холод? — κρύο как на (ново)греческом будет слово мороз? — κρύο как с (ново)греческого переводится слово κρύο? — холод, мороз — τραυματίζομαι — Μαλαισία — ανάρρωση — ιεραρχικός — αμπελικός — αναμηρυκαστικός — κορνάρισμα — ίδρωτας — ορθοπεδία — αμφιλύκη — εξυπνητήρι — αφήλιο — κύπρος — ανακράζω — πεπαιδευμένος — δινέρι — άλωση — πιομένος — τρυγητός — χαμομήλι — ανθοκράμβη |
|||