|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ύσσωπος? — — μετατόπισμα — φιλίωμα — κατεργάρικος — οψιμιά — Ρωμαία — σύμφορος — ξεθρακιάζω — εξόμφαλος — εισοδηματίας — αλευρόνερο — επιτύμβιον — άλειωτος — λεξιθήρας — υπεραστικό — αγγόνα — λιονοτρεμούλα — αμαυρωτής — καπνομίχλη — ψευδοτρόπιδα — μελαχρινός — αστερακάνθιον |
|||