|
без человека на борту; ~η αποστολή διαστημοπλοίου — запуск космического корабля без человека на борту #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без человека на борту? — ανεπάνδρωτος как с (ново)греческого переводится слово ανεπάνδρωτος? — без человека на борту — υποδηματοβιομήχανος — αυτοτελειοποίηση — αρκουδόβατο — σπάρθηκα — αγεννη — καλόβουλος — σουσαμωτός — απροσχεδίαστος — ναστόδερμα — εφημεριδογράφος — λικνίζω — απανταχόθεν — νερόσκυλλο — συνεχίζω — αγγειοσυσταλτικός — αγωνιώ — προσκυνήτρα — έθηκα — αβάφτιστος — Ινδιάνος — αδευτέρωτα |
|||