Новогреческий словарь
λινάρι
λινάρι
το
лён
;
ακατέργαστο ~ — лён-сырεц
;
===
τραβώ τού ~ού τά πάθη — переживать несчастье за несчастьем
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лён
? —
λινάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
λινάρι
? — лён
#
(ново)греческий словарь
—
ζευγαρώνω
—
μπιζέλι
—
εγκλητικός
—
ξεμυάλισμα
—
κρυφομίλητό
—
γαϊδουροκαλόκαιρο
—
ενοίκιο
—
ψωμοφάγος
—
καταιονητήρ
—
υπερκειμενικός
—
εξαχνώ
—
μεταλλειολόγος
—
γηροκομώ
—
στρίγγλικος
—
Βλάχικα
—
καμπαέτι
—
καρόδρομος
—
αντικαταστάτης
—
ανθομυρίζω
—
πάτσι
—
αντιστύλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве