|
ο токарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово токарь? — τορναδόρος как с (ново)греческого переводится слово τορναδόρος? — токарь — αντιπαραγγέλλω — κριθαρήσιος — κάθημαι — αδιαφέντευτος — γκαλλιούρης — κυματόπλαστος — επανάψυξις — γωνιομετρία — αγώγιμος — ατιμωρησία — ανδρικά — ποτενσιόμετρο — ξεκαμωμένος — εμπεριεκτικός — γλωσσοβολιά — καφεκόπτης — τάραχος — γνωμάτευση — δρυμός — ρίψις — αρχαιομανής |
|||