|
превращаться, обращаться (в кого-л., во что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово превращаться? — μεταμορφώνομαι как на (ново)греческом будет слово обращаться? — μεταμορφώνομαι как с (ново)греческого переводится слово μεταμορφώνομαι? — превращаться, обращаться — στοκάρω — μουλλώνω — ψευδά — προβούλευμα — τηλεφωνικώς — λωτός — οπωροσάκχαρο — ιχθυάλευρο — ξαναμάσημα — αποτυπώνω — τμηματικός — υμνώ — αναστατώνομαι — υποπράσινος — συλλεκτικός — ψευδανθρακικός — υμένας — κυδωνόπαστο — κάλως — καμινευτήριο — ρέπορτερ |
|||