|
ο ист. янычар #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово янычар? — γενίτσαρος как с (ново)греческого переводится слово γενίτσαρος? — янычар — αμεταποίητος — ξέστρωτος — γιαουρτόσουπα — ταχυδακτυλουργός — αυτόχθων — τηγανίζομαι — αφαρπάζομαι — πεσσιμιστής — ακριβοπληρώνω — χαρτάκι — αρβανιτοχώρι — αγρονόμος — καμηλάτης — αφειδής — βεντετίζω — κορίτσαρος — σπουρδακύλα — φραγκοφονιάς — αυτοχρωμία — ασημοχρύσαφα — μαντό |
|||