|
ο сорокалетний мужчина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сорокалетний мужчина? — σαραντάρης как с (ново)греческого переводится слово σαραντάρης? — сорокалетний мужчина — ηλεκτροδυναμόμετρο — νευρασθένεια — κρίμα — αϊτοφτέρουγος — αμελητές — γενναιόδωρος — κουραδόμαγκας — δυσπαρατήρητος — περιαυτολόγος — ναζιστής — μπρούσκος — αντίλαμπρα — τριγλωσσία — λίστα — χωματουργία — ρυτιδώδης — λαπαροτομία — χρυσόφτερος — ξενόμορφος — απαρτίζω — ξηγιέμαι |
|||