Новогреческий словарь
σαραντάρης
σαραντάρης
ο
сорокалетний мужчина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сорокалетний мужчина
? —
σαραντάρης
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαραντάρης
? — сорокалетний мужчина
#
(ново)греческий словарь
—
εγκαινιάζω
—
τιθασσευτικός
—
αναπληρώσιμος
—
απόνησο
—
μυαλό
—
τηλεφωνία
—
γουργουλίζω
—
στραβός
—
ωριμότητα
—
σταύλος
—
αλγεβρισμός
—
βέμβιξ
—
θησαύριση
—
συνδεδεμένος
—
αλιχούδευτος
—
θαμαχτός
—
αρχομανής
—
ζωηρότητα
—
αυτοκέφαλο
—
υψομετρία
—
αστεροσκόπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω