|
взваливать на плечи; сажать на закорки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взваливать на плечи? — ζαλώνομαι как на (ново)греческом будет слово сажать на закорки? — ζαλώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ζαλώνομαι? — взваливать на плечи, сажать на закорки — νομιναλίστρια — κλίφι — απηυθυσμένο — γαλαχτερός — μεταξουργείο — μεταφραστικός — επιδοκιμασία — όναγρος — κνήμη — σκορπιστός — βραστήρας — Απρίλιος — ματαιοφρονώ — πρωταριά — γυψωρυχείο — αμετάθετο — επιδαψίλευση — βουλησιαρχία — μετριοπάθεια — υποδιαίρεση — λύτρια |
|||