|
(αόρ. ένιψα, παθ. αόρ. (ε)νίφτηκα). умывать, мыть; === τό 'να χέρι ~ει τ' άλλο καί τά δυό τό πρόσωπο — посл. [phrase]рука руку моет[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово умывать? — νίβω как на (ново)греческом будет слово мыть? — νίβω как с (ново)греческого переводится слово νίβω? — умывать, мыть — πονηρεύω — μπαξές — αρρωσταίνω — καμηλαύκιο — οικτρός — μικροργανισμός — κομουνιστικός — σβήσιμο — χθές — χούϊ — παγάκι — μαονένιος — βιταλισμός — σαπουνόνερο — ανακλιντήριον — μισή — γουρουνομύτης — χωριατοφέρνω — μιμόδραμα — ομοιοκαταληκτώ — αλειχούδευτος |
|||