|
το 1) раковина улитки; 2) галька #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раковина улитки? — χοχλάδι как на (ново)греческом будет слово галька? — χοχλάδι как с (ново)греческого переводится слово χοχλάδι? — раковина улитки, галька — αναχρονιστικός — ηλιοστάσιο — ηγεμονίσκος — τερατώδης — αξόδιαστος — ναυπηγήσιμος — σαπραιμία — συνεύρεσις — βρωμόστομα — ενδέκατος — ασύνθετος — απροσωπόληπτος — ηχογράφηση — πλάνη — παραδοτέος — αρχαιοφανής — ομοφυλόφιλος — μιξόδια — μαγκουριά — ανιχνευτήρας — νύκτωρ |
|||