συμφιλιώνομαι

формы словаβ
συμφιλιώνομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συμφιλιώνομαι? —


εγωπαθήςαφίημιχυμευτόςκλάψακαρικωμένοςγόφοςκουρεμένοςσπασμωδίαγλύπτηςδιατειχίζωνήστιςγιαπωνέζικααρριβισμόςψωριασικόςγράμμαευλύγιστοςσυλλογιούμαιμισότυφλοςσυνειρμόςμόνομπάσσο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit