|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμφιλιώνομαι? — — εγωπαθής — αφίημι — χυμευτός — κλάψα — καρικωμένος — γόφος — κουρεμένος — σπασμωδία — γλύπτης — διατειχίζω — νήστις — γιαπωνέζικα — αρριβισμός — ψωριασικός — γράμμα — ευλύγιστος — συλλογιούμαι — μισότυφλος — συνειρμός — μόνο — μπάσσο |
|||