|
полигр. полужирный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полужирный? — ημίπαχος как с (ново)греческого переводится слово ημίπαχος? — полужирный — απολογιστικός — διασημότητα — ωτολογία — καλοκαρδίζω — αποίκιλτος — ασχημαίνω — αντιπλοίαρχος — πλανταγμένος — αυτοκρατορία — αροτριώ — παρασόλι — διαμονητήριος — αντιπολίτευσις — αρένα — γοργογόνατος — φαρμακοτρίπτης — υπόθεμα — αυτοκινητοδρόμιο — μεσόστυλο — υγρομετρικός — αραχνένιος |
|||