|
το 1) усыпление; 2) сон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово усыпление? — κοίμισμα как на (ново)греческом будет слово сон? — κοίμισμα как с (ново)греческого переводится слово κοίμισμα? — усыпление, сон — αντεπίσκεψη — ανθρωπίζω — κιλίμι — ριντώ — οπλαποθήκη — ισορροπία — ανάλεστος — εύστοχα — πρύμνηθεν — μπήξιμο — φλογικός — χαλκουργικός — ωδίνω — αβυσσαλέος — απολυμαντήρας — εξαργύρωση — συνηγορία — ελαθον — κοιλέντερα — γιαρέντης — γαλάριος |
|||