|
η отсутствие молока (после родов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсутствие молока? — αγαλακτία как с (ново)греческого переводится слово αγαλακτία? — отсутствие молока — λογοπάθεια — προπηλακιστικός — βοοτυριέρα — βδελυγμός — διανέμω — αρίς — ανταλλάξιμο — υπνοθεραπευτής — γκαρίζω — τσαπού — δόσα — δυσφημίζω — ιθύνω — λυκιδεύς — θερσιτικός — σταυροπάτης — θεσμοφύλακας — αναδοσιά — αντίχτυπος — ανευρέθην — αδιαπότιστος |
|||