Новогреческий словарь
δασύλλιο
δασύλλιο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δασύλλιο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κοινωνία
—
περιφρονώ
—
έμφυτος
—
πελέκημα
—
παιδικάτα
—
καρδιορραγία
—
άσκιος
—
μπιμπελό
—
σπασμωδικως
—
άσφαλτος
—
σύντας
—
γλωσσάλγημα
—
ακόλαστος
—
σανίδι
—
κριάρι
—
αναμηρυκαστικός
—
καλπάζων
—
πά
—
μαζώχτρα
—
καπνοθήκη
—
χαρακίρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве