|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δασύλλιο? — — πετούγια — υδροδοτώ — βαθυμετρία — ακροαματικός — ισοχρονισμός — πεταλούδα — καρκινικός — ηλεκτροφόρον — προστάτιδα — εξοφλτιτικό — ιερογλυφικό — καλίγωμα — Κωνσταντινούπολη — φενάκη — ενδοσπέρμιο — ουρανοβατώ — ακακολόγητος — μητροφόνος — συγκεντροποιημένος — ενατένιση — Μάριος |
|||