Новогреческий словарь
τυχόν
τυχόν
случайно
;
άν ~... — [phrase]если случайно..., если случится...[/phrase]
;
μήπως ~ πηγαίνετε σπίτι; — [phrase]вы, случайно, не домой идёте?[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
случайно
? —
τυχόν
как с
(ново)греческого
переводится слово
τυχόν
? — случайно
#
(ново)греческий словарь
—
μαντευτός
—
καλόν
—
αλλαντοποιία
—
απροσκύνηγος
—
μικροβιοβριθής
—
ατσαλωμένος
—
συλλογεύς
—
συναδελφότης
—
εκείσε
—
συγχωνεύω
—
ημιταξιαρχία
—
κατοπινάρικο
—
υποδηματοποιός
—
ηδονίστρια
—
κακόμορφος
—
αγνωστικιστής
—
ευορκία
—
αυτόχειρας
—
άσφιχτος
—
δελφινιέρα
—
παραφωνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве