|
случайно; άν ~... — [phrase]если случайно..., если случится...[/phrase]; μήπως ~ πηγαίνετε σπίτι; — [phrase]вы, случайно, не домой идёте?[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово случайно? — τυχόν как с (ново)греческого переводится слово τυχόν? — случайно — χολημεσία — αμαρτία — ξυρός — παρακωλύω — αρβανιτουριά — δραματουργός — φθόγγος — ξανθοφύλλη — απεργάζομαι — κουμανταδόρος — πλυντικός — αμπελουργικά — νεογνολογικός — αυτοπρόσκλητος — μεριδούλα — αδιακόνητος — γκαντίρικο — εμβρυολογία — γωνιογνώμων — ανειρήνευτα — κλιματισμός |
|||