Новогреческий словарь
ζουνάρι
ζουνάρι
το
пояс, ремень
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пояс
? —
ζουνάρι
как на
(ново)греческом
будет слово
ремень
? —
ζουνάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζουνάρι
? — пояс, ремень
#
(ново)греческий словарь
—
γιδόδρομος
—
έλκυστρον
—
παρεπιδημία
—
ιχθυώδης
—
μηχανουργία
—
λέπτυνση
—
επιτηδευματίας
—
εκτεθηλυμένος
—
γοργοκίνημα
—
υαλοπίνακας
—
συφοριασμένος
—
εξωκυττάρωση
—
ελληνορρωμαϊκός
—
σουβλίζομαι
—
πλόϊμος
—
οξογόνο
—
αυτοκινητιστικός
—
διακοινώνω
—
καρδιογνώστης
—
κείθες
—
περιστέλλομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве