|
разочаровываться; είμαι απογοητευμένος από τη ζωή — [phrase]я разочарован жизнью[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разочаровываться? — απογοητεύομαι как с (ново)греческого переводится слово απογοητεύομαι? — разочаровываться — προεδρία — ελληνότροπος — αναποδογύρισμα — καημενούλης — δίμηνο — πλατανιάς — προσανάβαση — αερόπλανο — εκβύθιση — φυγοδικούμενος — αλληλοδράνεια — υδροφιλικός — αβλαφτος — ἀναστάς — αφρούρητος — ασύστολα — αποσελλώνω — ατμολουτήρας — κερασέα — θεόκουτος — ανατεθειμένος |
|||