Новогреческий словарь
απογοητεύομαι
απογοητεύομαι
разочаровываться
;
είμαι απογοητευμένος από τη ζωή — [phrase]я разочарован жизнью[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разочаровываться
? —
απογοητεύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
απογοητεύομαι
? — разочаровываться
#
(ново)греческий словарь
—
τρόχιλος
—
γυρολόγος
—
αντιπαθώ
—
μεταπλαστός
—
αποτραβηγμός
—
ανακαλιέμαι
—
ξεναγούμενος
—
γυναικόδουλος
—
ζεστουλός
—
ενάκις
—
αποφυάδα
—
αποτάσσω
—
φρεσκάδα
—
πρωταριά
—
κατεργάρικος
—
γαλήνη
—
επισταθμεία
—
σπειρί
—
χαλκουργείο
—
τοξικολογία
—
ψυχωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве