Новогреческий словарь
ανακλητικό
ανακλητικό
το воен.
отбой
(сигнал для возвращения в казармы);
σαλπίζω τό ~ — бить отбой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отбой
? —
ανακλητικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανακλητικό
? — отбой
#
(ново)греческий словарь
—
αηδονώ
—
αλάκητος
—
θεριακλίδισσα
—
ακόπιαστα
—
βοσκάρισσα
—
νεόκτιστος
—
αντυτος
—
ωτορινικός
—
κιαλάρω
—
ξελιγώνω
—
καταλεπτώς
—
ανεξουσίαστος
—
επιρρίπτω
—
σύγκαψα
—
πόμπευση
—
άθληση
—
προσωδιακός
—
βοϊδήσιος
—
ευλογιά
—
υπαινίσσομαι
—
φαλλί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве