|
легко прилаживаемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко прилаживаемый? — προσαρμοστικός как с (ново)греческого переводится слово προσαρμοστικός? — легко прилаживаемый — τετράγωνο — αρωματικός — αναπόδισμός — νεοελληνικά — λουλούδισμα — οικοκυρά — βαθύνοια — γρουσούζης — αποθωρακίζω — ορχηστρούλα — επαγρύπνηση — εσωκλείω — τσιγγουνιά — ξώφαλτσα — καγχάζω — αλατόμετρο — τσιγκλάω — δεσμικός — ρακοφόρος — κερώνω — ακοταγέλαστος |
|||