|
ο самоконтроль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самоконтроль? — αυτοέλεγχος как с (ново)греческого переводится слово αυτοέλεγχος? — самоконтроль — ανημπόρευτος — αψόθυμος — απανθράκωση — χιονάνθρωπος — υπόκωφος — ξενοκίνητος — κομμουνιτατζής — αλλοεθνής — καβατίνα — κλήμα — γεροπαραλυμένος — στρόφιγγα — διεσπάρην — αζούπιγος — ανάντη — διαπυητικός — παγγενεσία — ναυπηγείο — ανατινάζομαι — ντερβίσης — πολυγυνία |
|||