|
(αόρ. συνέμιξα, παθ. αόρ. συνεμίχθην и συνεμίγην, μετχ. πρκ. συμμεμιγμένος) смешивать, перемешивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешивать? — συμμιγνύω как на (ново)греческом будет слово перемешивать? — συμμιγνύω как с (ново)греческого переводится слово συμμιγνύω? — смешивать, перемешивать — εξαρτώμαι — θεατρίνα — συσκευαστής — αδικοπλούτισμα — αρθρικός — εμπρόθετος — προαναγγέλλω — διανοούμαι — αρχιδικαστής — αγχίνους — ξεφιτιλίζω — ραδικί — νύκτιος — στρέφομαι — κανονιοφόρος — τσιριχτό — νερουλότητα — μανταρίστρια — ημεραργία — επιδέχομαι — λεμονύς |
|||