Новогреческий словарь
καταστηματαρχίνα
καταστηματαρχίνα
η
владелица магазина; торговец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
владелица магазина
? —
καταστηματαρχίνα
как на
(ново)греческом
будет слово
торговец
? —
καταστηματαρχίνα
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταστηματαρχίνα
? — владелица магазина, торговец
#
(ново)греческий словарь
—
εμβρυοκτονία
—
βολίζω
—
αθλοθέτης
—
εύθραυστος
—
κρίνω
—
άπας
—
αματόλη
—
πλινθουργία
—
ντερμπεντέρικα
—
γλυστρίδα
—
σφουγγοκωλάριος
—
Φεβρουάλια
—
ανανταγώνιστος
—
ψιμυθίωση
—
έναντι
—
γυναικομάζωμα
—
γέρατειά
—
ανατινάζω
—
γεροντοπέφτω
—
δεκάδα
—
σουλατσαδόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω