|
(-αντος) ο лафет; ~ τού τηλεβόλου — пушечный лафет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лафет? — κιλλίβας как с (ново)греческого переводится слово κιλλίβας? — лафет — υποτίμηση — βουή — ερειπώ — συγχέω — καλαμπόρτζος — περιτριγύρισμα — μεταγένεση — διαταράκτης — διασκευάζω — χρονοτριβώ — επισυνημμένος — πωρώνομαι — μπίς — πασσαλοσανίς — στιγματίζω — αραμάθα — αβλάστητος — γήρανση — αιματοποσία — τριγωνομετρικός — πέδικλον |
|||