|
чугунный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чугунный? — χυτοσιδηρούς как с (ново)греческого переводится слово χυτοσιδηρούς? — чугунный — συνώνυμος — ευαρέστηση — θρανίο — τσατσάρα — ωφέλεια — γαλέττα — αμάθητος — κονταριά — πλαστοπροσωπία — μά — αρριβισμός — αξεμύτιστος — εξαιτούμαι — χουγιάζω — αγκαζέ — κωλοκάθομαι — έπλασα — ορεινός — υπομισθωτής — διαμείβω — ενηλικιώνομαι |
|||