|
το 1) партия; κομμουνιστικό ~ — коммунистическая партия; σοσιαλιστικό (φιλελεύθερο, συντηρητικό) ~ — социалистическая (либеральная, консервативная) партия; εργατικό ~ — а) рабочая партия; б) лейбористская партия; μπαίνω στό ~ — вступать в партию; διαγράφω απ' τό ~ — исключать из партии; είμαι μέλος τού κόμματος — быть членом партии; 2) запятая #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово партия? — κόμμα как на (ново)греческом будет слово запятая? — κόμμα как с (ново)греческого переводится слово κόμμα? — партия, запятая — Ιουδαίος — τρύπα — ξεχαρβόλωμα — αδικαιολόγητος — σόλιασμα — αμβλύτης — λιθολόγος — κάτσιασμα — γουρουνόψαρο — μεσόπορτα — φεμινισμός — υπερκάθαρση — ρυπαντικός — ευπειθώς — τσαπατσούλης — γριούλα — μεταφορικώς — αρτεργάτρια — προγυμνάζομαι — στερούμαι — μελοδραματικός |
|||