|
(αόρ. εριμάρησα и ερίμαρα) 1. рифмовать; 2. рифмоваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рифмовать? — ριμάρω как на (ново)греческом будет слово рифмоваться? — ριμάρω как с (ново)греческого переводится слово ριμάρω? — рифмовать, рифмоваться — αγάλλιασμα — διασκορπισμός — καλλίφωνος — ανατριχιαστικός — καΐλα — αχρειολογώ — κουρτινόξυλο — εκθετικός — ηλεκτρόδιο — καβαλλάω — πνευστίαση — δούγα — χαριτολογώ — έστωντας — κάππαρις — μπάσκετμπολ — δίκρουνος — υψομετρικός — ξενυχτώ — αλάδωτα — λαθεμένος |
|||