|
η гримаса; κάνω ~ες — делать гримасы, гримасничать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гримаса? — γκριμάτσα как с (ново)греческого переводится слово γκριμάτσα? — гримаса — καθιερωμένα — καλόβουλος — μάλωμα — επιπάσσω — παρατράγουδο — ζωοποίηση — πεχλιβάνης — καδμείος — έμπορος — διοικητικά — εσωτερικότητα — συμπυκνώνομαι — βιβλιοχαρτοπώλισσα — δύσμοιρος — ταξί — ανάστεμα — ιπποφορβία — μελανία — παραχρήμα — μορφονιός — γενίκεψη |
|||