|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μετριοπαθώς? — — κωλώνω — μαγκεύω — αποβορβόρωση — εύθυνση — λόγω — σακχαροδιαβήτης — μύλος — απαξιωτικός — παλληκαριά — αποφθεγματικός — ψαλτάκι — τσιρλιακό — κουκουλλόσπορος — γάνιασμα — ερμηνεύω — κονσερβάρισμα — μπούτι — μαρινάτο — εποστρακίζω — κανταδίτσα — νύσταγμα |
|||