|
(αόρ. παρέτυχον) уст. случайно находиться поблизости #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово случайно находиться поблизости? — παρατυγχάνω как с (ново)греческого переводится слово παρατυγχάνω? — случайно находиться поблизости — χαχανίζω — πορνίδιο — ακροκέραμο — οικοδίαιτος — αποκρυφτώ — φυλλοφάγος — ματοκόβω — σωπαίνω — περίπαιγμα — σκύμνος — αλτρουίστρια — ζωάρκεια — ράντζο — επιπολαιότητα — φυλλοβολώ — λελέκι — βεργασιό — παπαγαλάκι — αιτιοκρατικός — αναδασμός — ορμέμφυτο |
|||