|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαβάλλομαι? — — ευπειθώ — ψυχομέτρι — δεσποινιδούλα — παρασιτολογία — οπτική — φάση — σαγηνεύτρα — ανιών — επαρχώ — κάτεργο — ακηλίδωτος — τουφέκισμα — ταχινός — πιτυχαίνω — μελιτζανύ — οφειλέτης — βαρούχειος — αντινευρικός — φτάνω — φαράδιον — μενεξεδύς |
|||