διαβάλλομαι

формы словаβ
διαβάλλομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово διαβάλλομαι? —


ευπειθώψυχομέτριδεσποινιδούλαπαρασιτολογίαοπτικήφάσησαγηνεύτραανιώνεπαρχώκάτεργοακηλίδωτοςτουφέκισματαχινόςπιτυχαίνωμελιτζανύοφειλέτηςβαρούχειοςαντινευρικόςφτάνωφαράδιονμενεξεδύς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit