|
το стереоскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стереоскоп? — στερεοσκόπιο как с (ново)греческого переводится слово στερεοσκόπιο? — стереоскоп — κοσμογραφικός — αλευροποίηση — οξυϋδρογόνο — απροικη — φράση — πλυμένος — ιαπετικός — αγαλματοποιός — αββάς — εξήρυγον — λασπώνομαι — αναπότρεπτος — ξυράφι — αναρριχητικός — περιτοναϊκός — γαϊδούρι — φρούδος — φραντζόλα — εξαγιασμός — ειδικός — απά |
|||