|
το 1) овощной отвар; 2) рассол (овощной) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овощной отвар? — λαχανοζούμι как на (ново)греческом будет слово рассол? — λαχανοζούμι как с (ново)греческого переводится слово λαχανοζούμι? — овощной отвар, рассол — κατήφεια — αντισκόβω — φεγγαρίζω — φρενοπαθής — σουρτούκω — συνασφαλίζομαι — αγχιστεία — στιλβωτήριο — ύπτιος — αδεμάτιαστος — κρατικοποίηση — ραβδοσκοπία — χρυσολάμπω — εδυνήθηκα — σένια — χαμηλομάτα — φετιχιστικός — αλληλαδέλφια — παράβλαστο — σύγχυση — πυριτιδαποθήκη |
|||