|
возможно; ουκ ~ — невозможно; όσον (или ως) ~ — насколько возможно; είμαι όσον ~ προσεκτικός — быть предельно внимательным, осторожным #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возможно? — ένεστι как с (ново)греческого переводится слово ένεστι? — возможно — αναδαυλίζω — αψέκαστος — βοϊδινός — σκυλόμουτρο — μονολεκτικά — απόφλουδο — τυπικός — σπλήνα — απασχολώ — γινατεμένος — τσίκλα — κατακρατώ — λύκειο — γλάρα — μπατιρίζω — ξορκισμένος — χρήση — αποπνικτικός — λευκάντρια — τράκας — φυλλοειδής |
|||