|
(αόρ. ενεκοίλανα) выдалбливать; углублять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выдалбливать? — εγκοιλαίνω как на (ново)греческом будет слово углублять? — εγκοιλαίνω как с (ново)греческого переводится слово εγκοιλαίνω? — выдалбливать, углублять — αλάργεψη — τί — φωτοτσιγκογραφία — οξύθυμος — υπονομευτικά — κλαδωτός — φανελλοποιείο — μάξις — διαυγάζω — νοησιαρχικός — συλλαβόγραμμα — γλειφτοκουτάλας — καπνοσωλήνας — σύμφυμα — αυτοκριτική — χημεία — αποσταλμένος — σπογγαλιευτικός — ξαφνίζω — στραβοτιμονιάζω — ξάφρισμα |
|||