|
сильный; с сильными руками #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильный? — χεροδύναμος как на (ново)греческом будет слово с сильными руками? — χεροδύναμος как с (ново)греческого переводится слово χεροδύναμος? — сильный, с сильными руками — ανταγωνίστρια — αυτεπάγγελτα — εκτατόν — διασαλεύω — φαλτσάρω — νανοτεχνολογία — αποχετεύω — μεταπλάθω — ανυψωτικός — υδατόχρωμα — περιπλάνηση — μεθερμηνευόμενος — περίκλειση — φτού! — φανατικά — ηγεμονικός — έμβαμμα — τάνυση — σημασιολογικός — ανακοχλιώνω — βαλτοτόπι |
|||