|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανυφανταριό? — — κατακραυγή — κορμοστασιά — εποικοδόμηση — ξηροπήγαδο — ραπτικός — μεταλλωρύχος — αργατικό — κουβαλώ — αναπλαστική — ξεγίνομαι — δρομομέτρηση — ερυθροπάρειος — νταμλάς — μπόρεση — ανακάλυψη — επιβοήθησις — αποστειρωτικός — πραγματοποιημένος — πλακόστρωμα — διεσπάρην — τσαπατσούλικα |
|||