ανυφανταριό

формы словаβ
ανυφανταριό



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανυφανταριό? —


κατακραυγήκορμοστασιάεποικοδόμησηξηροπήγαδοραπτικόςμεταλλωρύχοςαργατικόκουβαλώαναπλαστικήξεγίνομαιδρομομέτρησηερυθροπάρειοςνταμλάςμπόρεσηανακάλυψηεπιβοήθησιςαποστειρωτικόςπραγματοποιημένοςπλακόστρωμαδιεσπάρηντσαπατσούλικα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit