|
ο 1) ткач; 2) паук-ткач #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ткач? — ανυφάντης как на (ново)греческом будет слово паук-ткач? — ανυφάντης как с (ново)греческого переводится слово ανυφάντης? — ткач, паук-ткач — ελαφίδες — πληρεξούσιος — πλατωνικός — επισκευαστικά — αεριοπαραγωγός — αρρενογονία — καταφάνερος — κεντρισμός — ολόϊσιος — γροσουλαρία — μπαμπόγερια — μετζάστρα — φαλαρίδα — γνωριζάμενος — γκρυλώνω — αλευρώδης — χαράκτηρίζω — χαλκογραφικός — πλεξούδα — αυλακιάζω — βραχνά |
|||