Новогреческий словарь
ανυφάντης
ανυφάντης
ο 1)
ткач
;
2)
паук-ткач
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ткач
? —
ανυφάντης
как на
(ново)греческом
будет слово
паук-ткач
? —
ανυφάντης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανυφάντης
? — ткач, паук-ткач
#
(ново)греческий словарь
—
πόσο
—
αθερμομέτρητος
—
ρωμαίϊκα
—
αυτοκίνητο
—
ασχημούτσικος
—
καταή
—
δυσκρασία
—
εκπιεστήριον
—
άτοκος
—
ματέ
—
νευρογλοία
—
αυξάνω
—
δαντελλένιος
—
καπρί
—
αγγονός
—
ακορνιζάριστος
—
ξοδιάζο
—
Ισπανίδα
—
μάντρα
—
ψυχοβιολόγος
—
πλαγιάδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве