ανυφάντης

формы словаβ
ανυφάντης
ο 1) ткач;
2) паук-ткач



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ткач? — ανυφάντης
как на (ново)греческом будет слово паук-ткач? — ανυφάντης
как с (ново)греческого переводится слово ανυφάντης? — ткач, паук-ткач


ελαφίδεςπληρεξούσιοςπλατωνικόςεπισκευαστικάαεριοπαραγωγόςαρρενογονίακαταφάνεροςκεντρισμόςολόϊσιοςγροσουλαρίαμπαμπόγεριαμετζάστραφαλαρίδαγνωριζάμενοςγκρυλώνωαλευρώδηςχαράκτηρίζωχαλκογραφικόςπλεξούδααυλακιάζωβραχνά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit