|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ζηλαδέρφια? — — γαργαλιστικός — διαπραγματευτής — διαιτητής — καταπιεστικός — εντεροπάθεια — τριάλμπουρος — ριζοτόμος — κούρσος — βοσκάρης — γαύρα — οντογένεια — αντίλαλος — καρπαθιακός — ασφυκτικός — αγκαλιά — καρνέ — κηρίον — πρωτεργάτισσα — ξενομανής — κεφάλι — δασότοπος |
|||